-
1 ελυτρον
τό1) футляр, чехол(τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.)
2) оболочка, покров(τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.)
3) поэт. бренная оболочка, тело(γαῖα, λαβ΄ Ἀδμήτου ἔ. Luc.)
4) вместилищеἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. — водоем, бассейн
5) зоол. надкрылье
См. также в других словарях:
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek